ἀλειτουργησία

ἀλειτουργησία
ἀλειτ-ουργησία, ,
A exemption from λειτουργίαι, late word for [dialect] Att. ἀτέλεια, Str.13.1.2-, IGRom.4.295 (Pergam.), POxy.1.140.10 (ii/ iii A. D.), Sammelb.4224.15 (i B. C.), etc.; censured as εὐτελές by Poll.8.156:—also [suff] ἀλειτ-ουργία, , Benndorf-Niemann Reise in Lykien p.78 ([place name] Sidyma).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀλειτουργησία — ἀλειτουργησίᾱ , ἀλειτουργησία exemption from fem nom/voc/acc dual ἀλειτουργησίᾱ , ἀλειτουργησία exemption from fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλειτουργησία — και αλειτουργησιά η (Α ἀλειτουργησία) [ἀλειτούργητος] νεοελλ. 1. η μη τέλεση λειτουργίας ή άλλης θρησκευτικής ακολουθίας για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. η μη προσέλευση κάποιου σε θρησκευτικές ακολουθίες μσν. 1. (ως πειθαρχική ποινή κληρικών)… …   Dictionary of Greek

  • ἀλειτουργησίαν — ἀλειτουργησίᾱν , ἀλειτουργησία exemption from fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλειτούργητος — η, ο (AM ἀλειτούργητος, ον) (νεοελλ. μσν.) αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θεία λειτουργία νεοελλ. Ι (για ναό) 1. αυτός τού οποίου τα εγκαίνια δεν τελέστηκαν ακόμη, ο ανεγκαινίαστος 2. αυτός που παραμένει κλειστός για μεγάλο διάστημα, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • aliturgesy — † aliˈturgesy Obs. 0 [ad. Gr. ἀλειτουργησία, f. ἀ priv. + λειτουργέ ειν to fill a public charge: see liturgy.] ‘A franchisement, or exemption from any publick office or charge.’ Bailey 1731; Ash 1775 …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”